- ἐπικώμιος
- ἐπικώμιοςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικώμιος — ἐπικώμιος, α, ον (Α) [επίκωμος] 1. εγκωμιαστικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικώμια τα εγκώμια … Dictionary of Greek
ἐπικωμίαν — ἐπικωμίᾱν , ἐπικώμιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώμια — ἐπικώμιον neut nom/voc/acc pl ἐπικώμιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)